- ρουλό
- τοβλ. ρολό, το.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρουλό — το βλ. ρολό … Dictionary of Greek
ρολό — και ρουλό, το, Ν 1. καθετί που είναι τυλιγμένο σε κυλινδρική μορφή (α. «ένα ρολό χαρτί» β. «ρολό με κιμά») 2. στον πληθ. τα ρολά εξωτερικό φύλλο πόρτας ή παραθύρου, από μεταλλικά ή πλαστικά ελάσματα, που τυλίγεται κυλινδρικά 3. φρ. «κατέβασε τα… … Dictionary of Greek
ρολό, το — και ορθότ. ρουλό, το (λ. γαλλ.) 1. κάθε πράγμα που έχει κυλινδρικό σχήμα. 2. εξωτερικό φύλλο πόρτας ή παράθυρου που μαζεύει και γίνεται κύλινδρος: Τα παράθυρα των περισσότερων σπιτιών σήμερα δεν έχουν παντζούρια, αλλά ρουλά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)